τρεχιό

τρεχιό
το
τρέξιμο, τρεχάλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρεχιό — το, Ν τρέξιμο, τρεχάλα, τρεχαλητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. < ρ. τρέχω (πρβλ. φεύγω: φευγιό)] …   Dictionary of Greek

  • χτικιό — το, Ν 1. η φυματίωση 2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)] …   Dictionary of Greek

  • τρεχαλητό — το τρεχάλα, τρέξιμο, τρεχιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχάδην — επίρρ. τροπ. 1. με τρεχιό, τρέχοντας, τρεχάλα: Έφυγε τροχάδην. 2. γρήγορα, βιαστικά: Τα διάβασα τροχάδην. 3. γυμναστικό παράγγελμα για τρέξιμο: «Τροχάδην μαρς!» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”